- καφενεδάκι
- τουποκορ. του καφενές μικρό καφενείο: Θα είμαι στο καφενεδάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφενεδάκι — το (υποκορ. τού καφενές*) μικρό καφενείο … Dictionary of Greek